ΕΣΕΕ-έρευνα: Μέτριος ο εορταστικός τζίρος των καταστημάτων

agelou kosmos

Για το 43% των επιχειρήσεων η κίνηση κατά την εορταστική περίοδο 2021 ήταν μέτρια σε τζίρο. Αντίθετα, τέσσερις στους δέκα επιχειρηματίες (43%) δήλωσαν λίγο έως καθόλου ικανοποιημένοι. Μόνο μία στις επτά επιχειρήσεις εμφανίζεται πολύ έως πάρα πολύ ικανοποιημένη από τις επιδόσεις της κατά την εορταστική περίοδο.

Αυτό είναι ένα από τα βασικά συμπεράσματα της έρευνας του Ινστιτούτου Εμπορίου και Υπηρεσιών της Ελληνικής Συνομοσπονδίας Εμπορίου κι Επιχειρηματικότητας (ΙΝΕΜΥ ΕΣΕΕ) για την κίνηση των εμπορικών καταστημάτων κατά τη διάρκεια της πρόσφατης εορταστικής περιόδου.

Το ΙΝΕΜΥ-ΕΣΕΕ συνέκρινε την ίδια περίοδο τόσο με την αντίστοιχη του 2020, όσο με εκείνη του 2019, πριν δηλαδή την εμφάνιση της πανδημίας. Έτσι, η εικόνα για την κίνηση στην αγορά σε σχέση με το 2020 ήταν μεικτή, αφού το 33% των επιχειρήσεων κατέγραψε μείωση πωλήσεων, ενώ το 36% κατέγραψε άνοδο και το 31% παρέμεινε στα ίδια επίπεδα. Σε αντιδιαστολή με το 2019, ο τζίρος υποχώρησε για το 68% των επιχειρήσεων.

Εντούτοις, από την έρευνα προκύπτει πως οι επιχειρήσεις που είχαν τη δυνατότητα πωλήσεων και εκτός φυσικών καταστημάτων (τηλεφωνικές παραγγελίες, πωλήσεις μέσω κοινωνικών δικτύων, site, e-shop) εμφάνισαν σημαντικά  καλύτερες επιδόσεις σε σχέση με εκείνες που δεν είχαν. Από αυτές το 32% απέκτησε τη δυνατότητα να πραγματοποιεί πωλήσεις εκτός φυσικών καταστημάτων κατά τη διάρκεια της πανδημίας.

Παραδοσιακά, η καλύτερη περίοδος των εορτών, είναι η εβδομάδα πριν από τα Χριστούγεννα, τάση που επιβεβαιώθηκε και φέτος. Ειδικότερα το 56% των επιχειρηματιών δήλωσε ότι είχε εντονότερη αγοραστική  κίνηση την εβδομάδα πριν από τα Χριστούγεννα ενώ το 30% σημείωσε υψηλότερες πωλήσεις την εβδομάδα μεταξύ Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς.

Οι αναταράξεις που προηγήθηκαν στην αγορά ώθησαν τις επιχειρήσεις να προχωρήσουν σε προσφορές και κατά τη διάρκεια της εορταστικής περιόδου. Αυτή η επιχειρηματική πρακτική φαίνεται να παγιώνεται τελευταία ως μέσο για την ενίσχυση του εορταστικού τζίρου. Αν μάλιστα εξαιρεθούν τα τρόφιμα, τότε το μερίδιο των επιχειρήσεων που προχώρησαν σε προσφορές κατά την περίοδο αναφοράς ενισχύεται στο 50%.

Το δε ύψος των προσφορών κινήθηκε σε αρκετά υψηλά επίπεδα, καθώς δύο στις τρεις επιχειρήσεις υιοθέτησαν εκπτώσεις από 10% έως 30%.

Παρά το δυσμενές επιχειρηματικό περιβάλλον, το 77% των επιχειρήσεων κάλυψαν τις υποχρεώσεις τους προς το Δημόσιο (Εφορία κι ασφαλιστικά Ταμεία), εξέλιξη που, σύμφωνα με την ΕΣΕΕ, ενδεχομένως να οφείλεται και στο σχετικό υποστηρικτικό πλαίσιο.

Επιπλέον, διαφοροποιήσεις παρατηρούνται και με βάση τη γεωγραφική περιοχή δραστηριοποίησης της επιχείρησης. Οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στα νησιά του Αιγαίου και στην Κρήτη παρουσίασαν καλύτερες επιδόσεις, σε σχέση με εκείνες της Βόρειας Ελλάδας. Το στοιχείο αυτό μπορεί να ερμηνευτεί από την τόνωση των εισοδημάτων εξαιτίας της θετικής τουριστικής περιόδου αλλά και από τα σχετικά υψηλά ποσοστά εμβολιασμού που διευκόλυναν και τις επισκέψεις στην αγορά.

Η ιδιαίτερα υψηλή αύξηση του ενεργειακού κόστους έχει αρνητικές επιπτώσεις στη λειτουργία των εμπορικών επιχειρήσεων, αφού έξι στις δέκα δήλωσαν ότι ο αρνητικός αντίκτυπος αξιολογείται από πολύ έως πάρα πολύ ισχυρός.

Σε επιμέρους κλαδικό επίπεδο, υψηλότερη επιβάρυνση φαίνεται να έχουν τα τρόφιμα, εξαιτίας και της φύσης της λειτουργίας τους, αφού στηρίζονται στη συστηματικότερη χρήση συσκευών υψηλής ενεργειακής κατανάλωσης (π.χ. ψυγεία). Αντίθετα, σχεδόν οι μισές επιχειρήσεις ένδυσης υπόδησης εκτιμούν ότι θα επηρεαστούν μεν αλλά σε μέτριο βαθμό.

Παρά τις πιέσεις που έχουν δεχθεί σωρευτικά οι επιχειρήσεις λιανικού εμπορίου, περισσότερες από τις μισές θα εξαντλήσουν κάθε δυνατότητα απορρόφησης των τιμών από τις ίδιες. Εντούτοις, εκείνοι οι επιμέρους κλάδοι που επηρεάζονται εντονότερα, άμεσα ή έμμεσα (πχ λόγω μεταφορικού κόστους), είναι λιγότερο πιθανό να απορροφήσουν τις αυξήσεις των τιμών (όπως οι κλάδοι τροφίμων, οικιακού εξοπλισμού).

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ