Ο πρωτογενής τομέας στην Ήπειρο καταρρέει και η ανάγκη για αλλαγές και πράξεις είναι επείγουσα.
Αυτό είναι και το βασικό συμπέρασμα ημερίδας που οργάνωσαν εργαστήρια του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.
Η Ήπειρος, μια από τις πλέον παραδοσιακές αγροτικές περιοχές της Ελλάδας, βιώνει μια ανησυχητική κατάρρευση του πρωτογενούς τομέα, που αποτελεί τον βασικό πυλώνα της τοπικής οικονομίας. Τα στοιχεία δείχνουν μείωση της κτηνοτροφικής παραγωγής και εγκατάλειψη του επαγγέλματος από χιλιάδες παραγωγούς, με σοβαρές συνέπειες για την περιφερειακή ανάπτυξη και την κοινωνική συνοχή.
Την τελευταία τετραετία, η παραγωγή πρόβειου γάλακτος στην Ήπειρο έχει μειωθεί σημαντικά, από 56.000 τόνους το 2020 σε 48.000 τόνους το 2024. Ταυτόχρονα, περίπου 1.000 κτηνοτρόφοι εγκατέλειψαν την παραγωγή, αριθμός που ισοδυναμεί με το σύνολο των αποχωρήσεων σε όλη την υπόλοιπη Ελλάδα, γεγονός που υπογραμμίζει τη σοβαρότητα της κατάστασης στην περιοχή.
Παράλληλα, η παραγωγή χοιρινού κρέατος καταγράφει πτώση της τάξεως του 1,2 εκατομμυρίου κιλών, επιτείνοντας τις ανησυχίες για τη βιωσιμότητα του κλάδου. Η Ελλάδα έχει σχεδόν χάσει τους αυτόχθονες γενετικούς πόρους των ζώων της, καθώς εισάγονται συνεχώς ξένες φυλές, με αποτέλεσμα να εξασθενεί η μοναδικότητα και η ποιότητα των τοπικών προϊόντων.
Είναι χαρακτηριστικό ότι, παρά την ύπαρξη 26 ΠΟΠ (Προστατευόμενων Ονομασιών Προέλευσης) τυροκομικών προϊόντων, μόνο έξι εξ αυτών εξάγονται σε ξένες αγορές. Επιπλέον, η χώρα δεν διαθέτει κανένα ΠΟΠ για το γιαούρτι, σε αντίθεση με γειτονικές χώρες όπως η Βουλγαρία και η Τουρκία, που εκμεταλλεύονται καλύτερα την παραδοσιακή τους παραγωγή.
Η χαμένη προστιθέμενη αξία των ντόπιων προϊόντων γίνεται εμφανής στην περίπτωση του Καλλαρύτικου πρόβατου, το γάλα του οποίου περιέχει 14 διαφορετικά είδη λακτοβακίλλων, ενώ το απλό πρόβειο γάλα μόλις τέσσερα. Παρόλα αυτά, η τιμή πώλησης παραμένει η ίδια, υπονομεύοντας την προσπάθεια των παραγωγών που διατηρούν τη μοναδικότητα του προϊόντος.
Η Ήπειρος διαθέτει περίπου 5 εκατομμύρια στρέμματα βοσκότοπους, που μπορούν να αποδώσουν αξία μισού δισεκατομμυρίου ευρώ σε τροφή. Με σωστή αειφόρο διαχείριση και αξιοποίηση και των ξυλωδών εκτάσεων, το οικονομικό όφελος θα μπορούσε να ανέλθει έως και τα 750 εκατομμύρια ευρώ.
Ωστόσο, το 31% της γεωργικής γης της Ηπείρου βρίσκεται υπό καθεστώς εγκατάλειψης, γεγονός που επιτείνει την κρίση στον αγροτικό τομέα. Η έλλειψη επαρκών υποδομών, η ανεπαρκής στήριξη των παραγωγών και η αποεπένδυση στην καινοτομία καθιστούν αναγκαία τη χάραξη στρατηγικών που θα αντιστρέψουν την πτωτική πορεία.
Η επιβίωση και η ανάπτυξη του πρωτογενούς τομέα της Ηπείρου αποτελούν κρίσιμη προτεραιότητα για την τοπική κοινωνία και οικονομία. Χωρίς άμεσες και στοχευμένες παρεμβάσεις, η περιοχή κινδυνεύει να χάσει έναν από τους σημαντικότερους πόρους της, με ανυπολόγιστες συνέπειες για το μέλλον της.