Ο ηρωικός θάνατος της Δέσπως Μπότση και της οικογένειάς της αναδείχθηκε στην εκδήλωση που οργάνωσε η Επιτροπή Πρέβεζα Ιστορία- Πολιτισμός- Περιβάλλον σε συνεργασία με τις Κοινότητες Ριζών και Καμαρίνας.
Αρχικά τελέστηκε επιμνημόσυνη δέηση στον Ι. Ν. Αγίων Αναργύρων Ριζών. Ακολούθησε ομιλία της προέδρου του περιφερειακού συμβουλίου, κυρίας Σταυρούλας Μραΐμη-Μπότση, σχετικά με τους Σουλιώτες και το ολοκαύτωμα.
Στη συνέχεια, οι παρευρισκόμενοι μετέβηκαν στο μνημείο των πεσόντων, όπου έγινε κατάθεση στεφάνων.
Κατόπιν ο τέως αναπληρωτής καθηγητής πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Θωμάς Μπάκας αναφέρθηκε στην μάχη της Ρινιάσας και στην τοπική ιστορία.
Το χρονικό του ολοκαυτώματος
Στο χωριό Ριζά, που παλαιότερα λεγόταν Ρινιάσα, ενώ συνεχιζόταν η τρίτη πολιορκία του Σουλίου από των Αλή Πασά, είχαν καταφύγει με την άδειά του είκοσι οικογένειες σουλιωτών, που έφυγαν από το Σούλι, προκειμένου να γλιτώσουν από την πείνα που επέφερε η μακρά πολιορκία. Μεταξύ αυτών ήταν και η οικογένεια του Γιώργη Μπότση και της συζύγου του Δέσπως. Μετά την άλωση του Σουλίου, το 1803, ο Αλή Πασάς καταπάτησε όλες τις συνθήκες που έκανε με τους Σουλιώτες και τους κυνήγησε στην Πάργα, το Ζάλογγο και τη μονή Σέλτσου. Δεν ήταν λοιπόν δυνατόν να αφήσει ήσυχους και τους Σουλιώτες που βρισκόταν στη Ρινιάσα.
Όταν οι τουρκαλβανοί του Αλή Πασά έφτασαν στο χωριό, οι άντρες έλειπαν και εύκολα σκλάβωσαν τα γυναικόπαιδα. Η Δέσπω Μπότση όμως, κατέφυγε στον πύργο του Δημουλά μαζί με τις κόρες, τις νύφες και τα εγγόνια της, και ξεκίνησε πόλεμο εναντίων τους. Ήταν αδύνατο όμως οι γυναίκες και τα παιδιά, να αντισταθούν για πολύ, σε πάνοπλους στρατιώτες και έτσι προτίμησαν τον θάνατο από τη σκλαβιά και την ατίμωση, βάζοντας φωτιά σε ένα βαρέλι με μπαρούτι.
Σήμερα στο χωριό, υπάρχει μνημείο, για να θυμίζει την ανδρεία, το θάρρος και τον ηρωισμό τους. Το γνωστό δημοτικό τραγούδι περιγράφει γλαφυρά τον ηρωισμό της Δέσπως.
Αχός βαρύς ακούγεται, πολλά ντουφέκια πέφτουν.
Μήνα σε γάμο ρίχνονται, μήνα σε χαροκόπι;
Ουδέ σε γάμο ρίχνονται, ουδέ σε χαροκόπι.
Η Δέσπω κάνει πόλεμο με νύφες και μ΄αγγόνια.
Αρβανιτιά την πλάκωσε στου Δημουλά την πύργο.
-Γιώργαινα ρίξε τα΄άρματα, δεν είναι εδώ το Σούλι
Εδώ είσαι σκλάβα του πασά, σκλάβα των αρβανίτων.
-Το Σούλι κι αν προσκύνησε, κι αν τούρκεψεν η Κιάφα,
Η Δέσπω αφέντες λιάπηδες, δεν έκανε, δεν κάνει.
Δαυλί στο χέρι-ν- άρπαξε, κόρες και νύφες κράζει:
-Σκλάβες Τουρκών μη ζήσουμε, παιδιά μ΄μαζί μου ελάτε.
Και τα φουσέκια ανάψανε και όλες φωτιά γινήκαν.