Καταγράφοντας έναν Σαρακατσάνο κτηνοτρόφο του Ζαγορίου

sarakatsanos ktinotrofos

Ένας από τους εναπομείναντες Σαρακατσάνους κτηνοτρόφους στα Ζαγοροχώρια προβάλλεται στα κοινωνικά δίκτυα μια χρονική περίοδο που ο πληθυσμός των κτηνοτρόφων διαρκώς μειώνεται στην Ελλάδα.

Όπως αναφέρει η διαχειρίστρια του λογαριασμού @museiologia,Χαρά Μπουργάνη, που μοιράζεται την προφορική ιστορία με το Epiruspost, «ο Σαρακατσάνος κτηνοτρόφος κύριος Στάθης Αρβανίτης μιλά για τις συνήθειες της καθημερινής ζωής που τείνουν να εκλείψουν και αυτή η καταγραφή έχει ενδιαφέρον ανθρωπολογικό, λαογραφικό, μουσειολογικό γιατί περιγράφει την άυλη πολιτιστική κληρονομιά μιας εποχής και κοινωνίας. Θα ήταν ωραίο να υπήρχαν περισσότερες προφορικές ιστορίες στα μουσεία και να συνοδεύουν αντικείμενα της καθημερινής ζωής, ώστε οι επισκέπτες να κατανοούν τη χρηστική, συμβολική και συναισθηματική αξία π.χ. μια γκλίτσας, μιας βελέτζας (φλοκάτη) ή ενός ταγαριού».

Η ζωή των Σαρακατσάνων μελετήθηκε ιδιαίτερα από την Ελληνίδα λαογράφο Αγγελική Χατζημιχάλη, όμως πλέον οι συνήθειές τους έχουν περισσότερα στοιχεία από την αστική ζωή. Ακολουθεί η μαρτυρία του Σαρακατσάνου κτηνοτρόφου, όπως καταγράφηκε στο @museiologia, όπου προβάλλεται μέρος αυτής:

Προφορική μαρτυρία: Η νομαδική ζωή

«Γεννήθηκα στο Καναλάκι Πρεβέζης το 1949. Και μετά πήγαμε σ’ ένα χωριό προς τη Φροσύνα (Φροσύνη), το Ραβενή. Καθίσαμε καμιά δεκαπενταριά χρόνια εκεί και πήγαμε μετά σ’ ένα χωριό έξω από τις Φιλιάτες, το Πλαίσιο. Κάτσαμε 4 χρόνια εκεί και φύγαμαν και πήγαμαν προς το Καναλάκι Πρεβέζης. Κάτσαμε καμιά δεκαριά χρόνια εκεί και πήγαμαν έξω από Ηγουμενίτσα ανάμεσα σε Μαυρούδι και Ντούσκο που τώρα το λεν Νέα Σελεύκεια και εκάτσαμαν εκεί τριάντα χρόνια. Μείναμαν εδώ κάμποσα χρόνια και τα πουλήσαμαν μετά τα πρόβατα. Κρατήσαμαν κάτι λίγα. Ύστερα κράτησα κάτι θηλυκά και πήγαμαν κάτω απ’ τους Ασπραγγέλους, στη Βρύση του Πασά, για 5-6 χρόνια.

VIDEO: https://www.instagram.com/p/DNgbCPys8Jb/?img_index=1

Οι γονείς μου ήταν Σαρακατσαναίοι, δεν ξέρω από πού ξεκίνησαν οι Σαρακατσαναίοι και πήγαιναν με τα ζώα στα βουνά το καλοκαίρι και κάτω στα χειμαδιά το χειμώνα, άλλος Πρέβεζα, άλλος Ηγουμενίτσα και το καλοκαίρι στα Ζαγοροχώρια:Σκαμνέλι, Πάπιγκο, Κουκούλι, Βραδέτο. Ήταν όλο Σαρακατσαναίοι το καλοκαίρι, όλο κτηνοτροφία. Τα πρώτα χρόνια πηγαίναμε με τα πόδια, 7-8 ώρες με τα πόδια για να πας στην Ηγουμενίτσα. Αλλά πρώτα δεν ήταν αμάξια, τώρα βάζουν τα ζώα στα αμάξια για να πάνε κάτω. Κάναμε 8-9 μέρες στο δρόμο, οι γυναίκες έφτιαχναν τέντα, μια φούρκα εδώ, μια από εκεί και το τέντωναν. Το χειμώνα φτιάχναμε κονάκι, σαρακατσάνικη καλύβα. Παραδοσιακές φορεσιές; Ο πατέρας μου, η μητέρα μου φορούσαν, όχι εμείς. Μάλλινα που τα ύφαναν στον αργαλειό και τα έφτιαχναν στη νεροτριβιά και ύστερα τα ραβαν μοναχές τους. Έφτιαχναν και κάπες για τους τσοπάνους, τις έφτιαχναν και με μάλλινο και με γίδινο μαλλί. Τις κάπες τις είχα μέχρι πρόπερσι, τώρα έχω τα πλαστικά».

VIDEO: https://www.instagram.com/p/DNgbCPys8Jb/?img_index=2

Τα παιδικά χρόνια
«
Πώς να σου πω. Δεν ήμασταν σε μια μεριά γιατί νοίκιαζαμαν το λιβάδι, δεν είχαμε δικό μας. Δεν ξέραμε αν εκείνος με το λιβάδι θα μας κρατήσει πέντε χρόνια ή θα το δώκει σε άλλον, για να πάρει περισσότερα λεφτά. Και αυτή τη δουλειά κάναμε εμείς:Πουλούσαμε γάλα, αρνιά και τα μαλλιά. Αλλά τι αξία είχαν τα μαλλιά; Η μάνα μου έκανε τα ρούχα. Με αργαλειό δούλευε. Σχολείο πήγα πίσω στο Τσεπέλοβο κάμποσα χρόνια και στη Ραβενή, αλλά είχα μεράκι με τα γίδια, δεν μ’ άρεγαν τα γράμματα».

Ο ποιμενικός βίος τότε και σήμερα

«Είχαμε φτάσει με τον αδερφό μου πεντακόσια γίδια και πεντακόσια πρόβατα, ύστερα τα πούλησαμεν, τα διάλυσαμαν. Τώρα έχω λίγα γιδάκια, τα άλλα τα πούλησα πέρυσι το φθινόπωρο. Μεγάλωσα, δεν μπορώ τόσα και τα παιδιά μου μου λένε να τα πουλήσω για να μην κουράζομαι.

Τώρα δεν έχω άρμεγμα, πρώτα που είχαμαν πολλά πρόβατα σηκωνόμασταν νύχτα στις 6 για να πάμε το γάλα στον έμπορο, γιατί ξίνιζε την άλλη μέρα, δεν είχαμε ψυγεία. Τώρα παίρνουν τα γάλατα σε 3-4 μέρες. Εγώ το λίγο γάλα που έχω τώρα το έκαμα τυρί. Άλλοι που έχουν πολύ γάλα, το δίνουν σε εταιρείες.

Τώρα ώσπου να βάλω στο σακούλι μου μέσα φαΐ, στις οχτώ ξεκινάω και στις 9 αμολάω τα πρόβατα έξω. Τα βγάζω από το μαντρίκαι σχεδόν όλη μέρα τα έχω έξω. Μέχρι να βραδιάσει θα είμαι κοντά στα ζώα. Στα έφαγε ο λύκος αν δεν είσαι κοντά. Το μεσημέρι θα φάω κάτι στο χέρι, τώρα έχω ψωμί, τηγανισμένο τυρί με αυγό».

Η ζωή του κτηνοτρόφου

«Δύσκολη πολύ η ζωή του κτηνοτρόφου αλλά είμαστε από μικρά έτσι, έχει πολλά φαρμάκια… Άμα στα φαγε ο λύκος, αν σου ψόφησε, όλο στενοχώρια είναι. Αλλά έτσι θα πεθάνουμε».

Ελεύθερος χρόνος

«Δεν ξέρουμε από διακοπές εμείς. Δεν υπάρχουν διακοπές καθόλου. Εμένα τα ζώα μου μου δίνουν δύναμη γιατί άμα κάτσω σπίτι μπορεί και να πεθάνω, δεν μπορώ να καθίσω σπίτι όλη μέρα. Αγαπάω τα ζώα μου. πούλησα τα γίδια και τα πρόβατα και έχασα τη γη κάτω από τα πόδια μου και είπα πάει τελείωσα τώρα».