Οι ποσότητες νερού που αντλούνται από τις πηγές της Κρύας είναι τεράστιες όμως μεγάλο μέρος αυτών χάνεται στην διαδρομή. Ακριβώς το ίδιο συμβαίνει και με το νερό που αντλείται από την λίμνη για τις ανάγκες άρδευσης. Βασική αιτία για τις απώλειες αποτελούν τα παλιά και προβληματικά δίκτυα.
Την κατάσταση των υδάτων, τις προκλήσεις που δημιουργούνται από την κλιματική αλλαγή και την ανάγκη να προστατευθεί το νερό ως ένα πολύτιμο αγαθό ανέδειξε η ημερίδα που οργάνωσε το Περιφερειακό Τμήμα Ηπείρου–Κέρκυρας & Λευκάδας της Ένωσης Ελλήνων Χημικών (ΕΕΧ), σε συνεργασία με το Τμήμα Χημείας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.
Η Βαγιούλα Διαμάντη, Μηχανικός Περιβάλλοντος στην Περιφέρεια Ηπείρου, τόνισε ότι ο μεγαλύτερος καταναλωτής νερού στην περιοχή είναι η άρδευση, ακολουθούμενη από την ύδρευση και τη βιομηχανία.
Σημείωσε πως αντλούνται περίπου 14 εκατομμύρια κυβικά μέτρα νερού ετησίως για την ύδρευση του λεκανοπεδίου Ιωαννίνων.
Παρά την καλή ποιότητα των υπόγειων υδάτων, στον Νομό Ιωαννίνων παρατηρείται λειψυδρία, η οποία οφείλεται κυρίως σε διαχειριστική ανεπάρκεια και όχι σε έλλειψη υδατικών πόρων. Σημείωσε επίσης πως η λειψυδρία εμφανίζεται κυρίως σε ορεινές περιοχές που υδρεύονται από πηγές, ενώ σε περιοχές όπου το νερό αντλείται από υπόγεια ύδατα δεν εντοπίζονται προβλήματα.
Σημαντικά προβλήματα αποδίδονται σε παλιές υποδομές και διαρροές δικτύου, με το 78% του νερού στο λεκανοπέδιο Ιωαννίνων να θεωρείται μη τιμολογούμενο.
Να φεύγει δηλαδή από τις πηγές αλλά να μην φτάνει στους καταναλωτές. Που σημαίνει ότι υπάρχουν μεγάλες διαρροές, πιθανόν και υδροκλοπές ή παράνομες συνδέσεις.
Επιπλέον, 11 εκατομμύρια κυβικά νερού από τη λίμνη Παμβώτιδα χρησιμοποιούνται για άρδευση, με μεγάλες απώλειες να καταγράφονται και στον τομέα αυτό λόγω της παλαιότητας του δικτύου.
Προβλήματα δημιουργούνται επίσης από την υδροηλεκτρική εκμετάλλευση και την ανάγκη διασφάλισης της οικολογικής ροής, ενώ η τάφρος Λαψίστας αναδείχθηκε ως ευαίσθητος αποδέκτης, όπου πρέπει να διαφυλαχθεί η ποιότητα του νερού.
Η καθηγήτρια και πρόεδρος του Τμήματος Χημείας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Δήμητρα Χελά, παρουσίασε μελέτες για το οικοσύστημα του λεκανοπεδίου Ιωαννίνων, επισημαίνοντας την σημαντική συμβολή του βρόχινου νερού στη λίμνη.

Ο Ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Τριαντάφυλλος Αλμπάνης, μίλησε για τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην περιοχή, υπογραμμίζοντας την αύξηση της θερμοκρασίας κατά περίπου έναν βαθμό τα τελευταία 20 χρόνια και τις προβλέψεις για άνοδο κατά 2,5 βαθμούς έως το 2050. Αυτές οι αλλαγές αναμένεται να επηρεάσουν σημαντικά το φυτικό και ζωικό βασίλειο, αυξάνοντας τις ημέρες καύσωνα και μειώνοντας τις βροχοπτώσεις κατά 12%. Η ερημοποίηση, κυρίως σε ορεινές περιοχές της Ηπείρου, αναδεικνύεται ως σοβαρό περιβαλλοντικό πρόβλημα.
Στην ημερίδα μίλησαν επίσης ο Άγγελος Χασιώτης, μηχανολόγος- μηχανικός, ο Ιωάννης Κωνσταντίνου καθηγητής χημείας και εκπρόσωπος της εταιρείας που κατασκεύασε τον νέο βιολογικό καθαρισμό των Ιωαννίνων.
Ο Αντιπεριφερειάρχης Βασίλης Γοργόλης στον χαιρετισμό του υπογράμμισε ότι το βασικό ζήτημα είναι η διαχείριση των υδατικών πόρων, με σχέδια για μεταφορά νερού στην Κέρκυρα να βρίσκονται σε εξέλιξη. Τόνισε ότι προτεραιότητα αποτελεί η κάλυψη των τοπικών αναγκών, καθώς ακόμα καταφεύγουν σε υδροφόρες για την ύδρευση.
Τέλος, ο Πρόεδρος του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας (ΤΕΕ) Ν. Ηπείρου, Γιάννης Τσίγκρος, τόνισε πως το ΤΕΕ συμμετέχει ενεργά στη διαχείριση και προστασία των υδατικών πόρων, επισημαίνοντας ότι η περιοχή διαθέτει πλούσιες πηγές και αποθέματα νερού, όμως στο παρελθόν υπήρξε αλόγιστη χρήση. Η ορθολογική διαχείριση του νερού αποτελεί ύψιστη προτεραιότητα, με το ΤΕΕ να επεξεργάζεται σύντομα συγκεκριμένες προτάσεις.
Η ημερίδα ανέδειξε τόσο τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η περιοχή του Νομού Ιωαννίνων όσον αφορά στη λειψυδρία και την ποιότητα των υδάτων, όσο και τις ανάγκες για σύγχρονη διαχείριση και προστασία των υδάτινων πόρων με γνώμονα την περιβαλλοντική αειφορία και την ασφάλεια των πολιτών.