Για καθαρά επικοινωνιακούς λόγους δίνεται η τρίμηνη παράταση ζωής στα καταστήματα των ΕΛΤΑ σε ορεινές περιοχές και κωμοπόλεις. Αυτό προκύπτει από τις δηλώσεις που έκανε την Δευτέρα ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Παύλος Μαρινάκης.. Την ίδια ώρα ο αναβρασμός στις τοπικές κοινωνίες συνεχίζεται ενώ σε δυσχερή θέση βρίσκονται οι γαλάζιοι βουλευτές οι οποίοι προσπαθούν να ρίξουν γέφυρες μεταξύ επαρχίας και κεντρικού κράτους.
Η κυβέρνηση δεν αμφισβητεί την ουσία της απόφασης για το κλείσιμο των καταστημάτων των ΕΛΤΑ, ωστόσο επισημαίνει ότι ο τρόπος ανακοίνωσης προκάλεσε αναστάτωση στην κοινωνία και στα κόμματα. Αυτό τόνισε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, κ. Μαρινάκης, σχολιάζοντας την πρόσφατη απόφαση του ταχυδρομικού οργανισμού.
«Άστοχος ο επικοινωνιακός χειρισμός από τα ΕΛΤΑ. Έπρεπε πρώτα να προβούν σε ενημέρωση της κοινωνίας, των κοινοβουλευτικών ομάδων και των κομμάτων και στη συνέχεια να ανακοινώσουν τα καταστήματα τα οποία κλείνουν. Αυτός ήταν και ο λόγος που άλλαξε το χρονοδιάγραμμα χωρίς να αλλάζει η ουσία της απόφασης», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Ο κ. Μαρινάκης υπογράμμισε ότι η ανάγκη κλεισίματος καταστημάτων ήταν επιβεβλημένη σε ευρωπαϊκό επίπεδο: «Όταν κάτι συμβαίνει μέσα σε 10 χρόνια στην Ευρώπη δεν θα μπορούσε να μην συμβεί στην Ελλάδα».
Η δήλωση αυτή επιχειρεί να αιτιολογήσει την αναγκαιότητα της απόφασης και να παρουσιάσει τις αλλαγές ως μέρος ενός ευρύτερου ευρωπαϊκού πλαισίου προσαρμογής.
Από πολιτικής πλευράς, η κυβέρνηση επιχειρεί να διαχωρίσει την ουσία της απόφασης από τον τρόπο που αυτή ανακοινώθηκε, προσπαθώντας να περιορίσει το πολιτικό κόστος. Ο επικοινωνιακός χειρισμός των ΕΛΤΑ αναγνωρίζεται ως λάθος, αλλά η κυβέρνηση διατηρεί τη στήριξή της στην αναγκαιότητα της μεταρρύθμισης.
Η τακτική αυτή αποτελεί μια συνηθισμένη στρατηγική διαχείρισης κρίσης: αποδίδει την ευθύνη στον οργανισμό για την έλλειψη συντονισμένης ενημέρωσης, ενώ ταυτόχρονα προετοιμάζει το έδαφος για μελλοντικές αλλαγές στις δημόσιες υπηρεσίες χωρίς να πλήττεται η πολιτική θέση της κυβέρνησης.
Παράλληλα, η αναφορά στην ευρωπαϊκή αναγκαιότητα δεν μειώνει τις αντιδράσεις ούτε της κοινωνίας, ούτε του πολιτικού κόσμου.
Απλά η κυβέρνηση επιδιώκει να διαχειριστεί αυτή την πίεση, ενώ παράλληλα θέτει το θέμα στην ευρύτερη προοπτική των ευρωπαϊκών πρακτικών και της τεχνοκρατικής αναγκαιότητας.