Στα χαρτιά οι ρυθμίσεις υπάρχουν, στην πράξη όμως τα ληξιπρόθεσμα χρέη προς το Δημόσιο συνεχίζουν να διογκώνονται. Από τα 85,18 δισ. ευρώ οφειλών που χαρακτηρίζονται εισπράξιμες, μόλις 3,44 δισ. ευρώ (4%) έχουν ενταχθεί σε κάποια μορφή ρύθμισης, σύμφωνα με την τριμηνιαία έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους.
Η εικόνα διαφοροποιείται ανάλογα με το ύψος της οφειλής και τον τύπο του οφειλέτη. Στις οφειλές 500–10.000 ευρώ, περίπου το 15,5% έχει ρυθμιστεί, ενώ στο εύρος 2.000–3.000 ευρώ το ποσοστό φτάνει το 18%. Οι ιδιώτες εμφανίζονται πιο συνεργάσιμοι σε μικρές και μεσαίες οφειλές, ενώ οι επιχειρήσεις δείχνουν μεγαλύτερη κινητικότητα σε οφειλές 10.000–20.000 ευρώ, χωρίς όμως να καλύπτεται η μεγάλη πλειονότητα των πολύ υψηλών ποσών.
Σχεδόν το 76% των ληξιπρόθεσμων χρεών προέρχεται από οφειλές άνω του 1 εκατ. ευρώ, που αντιστοιχούν σε μόλις το 0,26% των οφειλετών. Αντίθετα, οι οφειλέτες με ποσά έως 10.000 ευρώ αποτελούν σχεδόν εννέα στους δέκα, αλλά συμμετέχουν μόλις στο 3,5% του συνολικού χρέους.
Το πρόβλημα είναι ξεκάθαρο: η πολιτική ρύθμισης επικεντρώνεται στα «εύκολα» χρέη, ενώ τα μεγάλα ποσά παραμένουν ανεπίλυτα, απειλώντας τη βιωσιμότητα των δημοσιονομικών στόχων. Όσο οι μεγάλοι οφειλέτες συνεχίζουν να συσσωρεύουν χρέη, η πίεση μεταφέρεται στους μικροοφειλέτες, δημιουργώντας ανισότητες στην είσπραξη και αμφισβητώντας την αποτελεσματικότητα του πλαισίου.