Το «ακριβό δώρο» της κυβέρνησης στους παρόχους ηλεκτρικού ρεύματος

katanalosi reumatos

mantalovas tτου Θανάση Μανταλόβα

 Η τιμή της κιλοβατώρας στην ελληνική αγορά ενέργειας, που παραμένει από τις πιο ακριβές στην Ευρώπη,  διαμορφώνεται σύμφωνα με τα απολογιστικά στοιχεία της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας, στα 43 λεπτά ανά κιλοβατώρα τον Αύγουστο, ενώ το Σεπτέμβριο κοστολογείται στα 41,4 λεπτά ανά κιλοβατώρα.

Για το μήνα Σεπτέμβριο, δηλαδή, οι προμηθεύτριες εταιρείες ηλεκτρικού ρεύματος, αγοράζουν από την ελληνική αγορά ενέργειας (Χρηματιστήριο Ενέργειας) στη μεσοσταθμική τιμή των 41,4 λεπτών ανά κιλοβατώρα  και επιδοτούνται σύμφωνα με τις ανακοινώσεις του υπουργείου Ενέργειας με 63,9 λεπτά ανά κιλοβατώρα, 20 λεπτά πιο πάνω και από το κόστος αγοράς.

Την ίδια στιγμή χρεώνουν στον Έλληνα καταναλωτή 79 λεπτά ανά κιλοβατώρα (οικιακό τιμολόγιο ΔΕΗ), περίπου τη διπλάσια τιμή από αυτή που αγόρασαν, επιβαρύνοντας τον καθένα από εμάς με επιπλέον 16-18 λεπτά την κιλοβατώρα.

Επί της ουσίας, χωρίς να  έχουν βγάλει ούτε ένα ευρώ από τα ταμεία τους για την αγορά της ηλεκτρικής ενέργειας που πωλούν σε νοικοκυριά και επαγγελματίες, στραγγίζουν τόσο τα εισοδήματα μας, όσο και τα δημόσια ταμεία τα οποία γεμίζουν από τους δικούς μας φόρους.

Μάλλον πρόκειται για τον ορισμό της …μπίζνας, με την πρόνοια της ίδιας της Κυβέρνησης!

Όταν ανακάλυψαν τα υπερέσοδα των ηλεκτροπαραγωγών!

Στην αρχή της ενεργειακής κρίσης, το Φθινόπωρο του ’21, η Κυβέρνηση αποφάσισε να αντιμετωπίσει το τσουνάμι της ακρίβειας στο ηλεκτρικό ρεύμα με επιδότηση 18 ευρώ ανά λογαριασμό. Δεν το λες και μεγαλείο …προνοητικότητας, σε σχέση με όσα ακολούθησαν.
Στη συνέχεια, τον Απρίλιο του ‘22, στη δίνη της ενεργειακής ακρίβειας, ο αρμόδιος υπουργός δήλωνε: «…ακούμε για υπερκέρδη στις εταιρείες ενέργειας αλλά υπερκέρδη δεν βρίσκουμε».

Η Κυβέρνηση επέδειξε για μεγάλο χρονικό διάστημα πολιτική απροθυμία να προβεί σε οποιαδήποτε αναμόρφωση του πλαισίου χονδρικής αγοράς ρεύματος που παραπέμπει σε αγορά καζίνο, οδηγώντας σε οικονομική ασφυξία νοικοκυριά και επιχειρήσεις, καθώς κληθήκαμε να πληρώσουμε τα υπερκέρδη των παραγωγών ενέργειας μέσω της ρήτρας αναπροσαρμογής.

Επιτάθηκαν ταυτόχρονα, οι πληθωριστικές πιέσεις κατά πολύ, ροκανίζοντας το εισόδημα όλων μας, καθώς η αύξηση της τιμής του ηλεκτρισμού έχει τεράστια επίπτωση στη διαμόρφωση του πληθωρισμού.

Υπό το βάρος όμως της συσσωρευμένης αγανάκτησης των πολιτών, το καλοκαίρι του 2022, η Κυβέρνηση προβαίνει στην αναμόρφωση του πλαισίου εκκαθάρισης των παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας, θεσπίζοντας προσωρινό Μηχανισμό ανάκτησης υπερεσόδων,  ο οποίος εφαρμόζεται μετά την 1η Ιουλίου 2022 έως την 1η Ιουνίου 2023.

Κατ’ εφαρμογή του εν λόγω μηχανισμού παρακρατείται μέρος των εσόδων που εισπράττουν  οι παραγωγοί ηλεκτρικής ενέργειας, καθώς η αποζημίωση των ηλεκτροπαραγωγών γίνεται ανάλογα με την τεχνολογία που χρησιμοποιούν. Δηλαδή άλλη αποζημίωση θα έχει η λιγνιτική μονάδα, άλλη αυτή του φυσικού αερίου άλλη η υδροηλεκτρική μονάδα. Μέχρι τώρα αυτός ο διαχωρισμός δεν συνέβαινε, αλλά όλες οι μονάδες αποζημιώνονταν με το ίδιο ποσό και βάσει του ακριβότερου καυσίμου, που είναι το φυσικό αέριο.

Στους 3 μήνες εφαρμογής του Μηχανισμού ανάκτησης τμήματος των υπερκερδών από τους παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας, επιστρέφονται ή ανακτώνται σύμφωνα με τη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (ΡΑΕ) 2,1 δις €. Ειδικότερα ανακτώνται 621εκατ.€ τον Ιούλιο, 878 εκατ. € τον Αύγουστο και 570 εκατ. € τον Σεπτέμβριο.

Ανακύπτει όμως ένα τεράστιο ερώτημα για την πολιτική πρακτική της Κυβέρνησης. Τους προηγούμενους μήνες που δεν υπήρχε ο συγκεκριμένος Μηχανισμός ανάκτησης των υπερεσόδων από τους ηλεκτροπαραγωγούς, πόσα είναι τα δισ. € που δεν ανακτήθηκαν και ποιοι τα καρπώθηκαν μέσω της ρήτρας αναπροσαρμογής που πλήρωσαν νοικοκυριά και επιχειρήσεις;

Το νέο πλαίσιο δεν καταργεί τη ρήτρα, απλά την ενσωματώνει!

Από τον περασμένο Αύγουστο η Κυβέρνηση προβαίνει επίσης στη δημιουργία ενός νέου πλαισίου ρυθμίσεων όσον αφορά τη διαμόρφωση των τιμών ηλεκτρικού ρεύματος από τους προμηθευτές προς τους καταναλωτές, με την «κατάργηση της ρήτρας αναπροσαρμογής», την ελεύθερη διαμόρφωση των τιμολογίων ρεύματος ανά μήνα, μαζί με την υποχρέωση ανακοίνωσης αυτών. Επί της ουσίας όμως η ρήτρα αναπροσαρμογής δεν καταργείται, απλά ενσωματώνεται -και με το παραπάνω – στα νέα τιμολόγια ρεύματος που οδηγούν στην εκτόξευση των λογαριασμών.

Ενδεικτικά, η ΔΕΗ (εναρμονισμένα είναι και τα τιμολόγια των άλλων προμηθευτών), που έχει το μεγαλύτερο μερίδιο στην προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας, ανακοινώνει ότι το οικιακό τιμολόγιο για τον Αύγουστο είναι 0,486 €/Kwh, ενώ για το Σεπτέμβριο διαμορφώνεται στα  0,790 €/Kwh. Η αύξηση των τιμολογίων ρεύματος, που χρεώνονται νοικοκυριά και επαγγελματίες, υπερβαίνει το 60%, όταν η μεσοσταθμική τιμή της κιλοβατώρας στο Χρηματιστήριο Ενέργειας το Σεπτέμβριο είναι μικρότερη –έστω και οριακά- από τον Αύγουστο (από 0,436 €/kwh σε 0,416 €/Kwh).

Με το ποσό που παρακρατείται μέσω του μηχανισμού ανάκτησης υπερεσόδων από τους παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας, ενισχυόμενο με εκατομμύρια ευρώ του προϋπολογισμού,  η Κυβέρνηση επιδοτεί τους προμηθευτές ηλεκτρικού ρεύματος με 0,33 € την κιλοβατώρα τον Αύγουστο και με 0,63 €/Kwh το Σεπτέμβριο, διαθέτοντας αθροιστικά 3 δις €.

Ανακύπτει όμως ένα δεύτερο τεράστιο ερώτημα για την πολιτική της Κυβέρνησης, ειδικά για το μήνα Σεπτέμβριο. Γιατί επιτρέπεται στους προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας να διαμορφώνουν ελεύθερα τα τιμολόγια ρεύματος ανά μήνα (τύφλα να έχει το πλαφόν στην τιμή των καυσόξυλων!!!), ενσωματώνοντας ιλιγγιώδη ποσοστά κέρδους; Γιατί η Κυβέρνηση μέσα από τα δημόσια ταμεία επιχορηγεί την αισχροκέρδεια των ισχυρών της αγοράς;

Αν αναλογιστούμε ότι η μηνιαία κατανάλωση ηλεκτρικού ρεύματος, χαμηλής και μέσης τάσης,  ανέρχεται περίπου σε 3.000.000 Mwh, τότε το δώρο της Κυβέρνησης προς τις εταιρείες προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας είναι περίπου 1 δις €, μόνο για το μήνα Σεπτέμβριο.

Μήπως εκτός από τον ορισμό της …μπίζνας, είμαστε μπροστά και στον ορισμό της διαπλοκής;