Στο 19,2% φτάνει η ανεργία στην Ήπειρο σύμφωνα με τα στοιχεία που ανακοίνωσε η Ελληνική Στατιστική κι αφορούν στο τελευταίο τετράμηνο του 2011. Η αύξηση σε σύγκριση με το αντίστοιχο διάστημα του 2010 ανέρχεται στις έξι ποσοστιαίες μονάδες.
Η Ήπειρος κατέχει την 8η θέση μεταξύ των 13 Περιφερειών της χώρας.
Σύμφωνα με τα πρώτα στοιχεία που έχουν ανακοινωθεί για το 2012 και αφορούν πλέον σε επίπεδο Αποκεντρωμένης Διοίκησης, η ανεργία στην Ήπειρο και τη Δυτική Μακεδονία κατά τον μήνα Φεβρουάριο άγγιξε το 25%.
ΑΝΑΛΥΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Στο 20,7% “εκτινάχθηκε” το ποσοστό της ανεργίας στη χώρα το δ΄ τρίμηνο πέρυσι, με αποτέλεσμα στο σύνολο του 2011 η ανεργία να ανέρχεται σε 17,6%, σε μέσα επίπεδα.
Ο αριθμός των ανέργων, σύμφωνα με την τριμηνιαία έρευνα εργατικού δυναμικού της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ), ανήλθε το τελευταίο τρίμηνο πέρυσι σε 1.025.877 άτομα. Οι άνεργοι αυξήθηκαν κατά 313.812 άτομα (+44,1%) σε έναν μόνο χρόνο και κατά 16,8% σε σχέση με το γ΄ τρίμηνο 2011.
Δυσοίωνο είναι και το γεγονός ότι οι μακροχρόνια άνεργοι (αυτοί που αναζητούν εργασία από 12 μήνες και άνω, ανεξάρτητα εάν είναι “νέοι” ή “παλαιοί” άνεργοι) αποτελούν πλέον το 54,6% του συνόλου των ανέργων, ενώ το ποσοστό των “νέων ανέργων” (όσοι εισέρχονται για πρώτη φορά στην αγορά εργασίας αναζητώντας απασχόληση) ανέρχεται στο 24% του συνόλου.
Σημειώνεται ότι το ποσοστό της ανεργίας ήταν 14,2% το δ΄ τρίμηνο 2010 και αυξάνεται συνεχώς (15,9% το α΄ τρίμηνο 2011, 16,3% το β΄ τρίμηνο 2011 και 17,7% το γ΄ τρίμηνο 2011).
Το ποσοστό ανεργίας των γυναικών (24,5%) είναι σημαντικά υψηλότερο από εκείνο των ανδρών (17,8%), ενώ το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας παρατηρείται στους νέους ηλικίας 15-29 ετών (39,5%), το οποίο στις νέες γυναίκες φθάνει στο 44,9%.
Η κατανομή της ανεργίας, λαμβάνοντας υπόψη το επίπεδο εκπαίδευσης, έχει ως εξής: το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας παρατηρείται σε όσους δεν έχουν πάει καθόλου σχολείο (30,9%). Ακολουθούν τα άτομα που έχουν τελειώσει μερικές τάξεις δημοτικού (28%) και οι απόφοιτοι ανώτερης Τεχνολογικής Επαγγελματικής Εκπαίδευσης (23,1%). Τα χαμηλότερα ποσοστά παρατηρούνται σε όσους έχουν διδακτορικό ή μεταπτυχιακό (11,9%) και στους πτυχιούχους της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (14,8%).