Κάθετα αντίθετες στο νομοσχέδιο του υπουργείου Ανάπτυξης που τις υποχρεώνει να αποζημιώνουν –υπό προϋποθέσεις και για ποσά άνω των 1.000 ευρώ– τους πελάτες τους που πέφτουν θύματα ηλεκτρονικής απάτης εμφανίζονται οι τράπεζες, συνεχίζοντας τις εκστρατείες ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης για το θέμα.
Πιο αναλυτικά, σύμφωνα με το άρθρο 22 του επίμαχου νομοσχεδίου:
• Ο πληρωτής ευθύνεται μέχρι του ανώτατου ποσού των 50 ευρώ για τις ζημίες από τη διενέργεια μη εγκεκριμένων πράξεων πληρωμής, οι οποίες προκύπτουν είτε από τη χρήση απολεσθέντος ή κλαπέντος μέσου πληρωμών είτε από υπεξαίρεσή του. Η εν λόγω υποχρέωση δεν ισχύει, εφόσον:
α) η απώλεια, κλοπή ή υπεξαίρεση του μέσου πληρωμών δεν ήταν δυνατό να εντοπιστεί από τον πληρωτή πριν από τη διενέργεια πράξης πληρωμής, εκτός εάν ο πληρωτής είχε ενεργήσει με δόλο ή
β) η ζημία είχε προκληθεί από πράξεις ή παραλείψεις υπαλλήλου, αντιπροσώπου ή υποκαταστήματος ενός παρόχου υπηρεσιών πληρωμών ή οντότητας, στην οποία ο πάροχος υπηρεσιών πληρωμών είχε αναθέσει τις δραστηριότητές του.
Ο πληρωτής ευθύνεται για όλες τις ζημίες που σχετίζονται με κάθε μη εγκεκριμένη πράξη πληρωμής που προξένησε από δόλο, καθώς για τη με δόλο αθέτηση των υποχρεώσεών του. Στις περιπτώσεις αυτές, δεν ισχύει το ανώτατο ποσό.
• Εάν ο πληρωτής είναι καταναλωτής και εφόσον οι ζημιές οφείλονται σε βαριά αμέλεια ευθύνεται μέχρι του ανώτατου ποσού των 1.000 ευρώ, λαμβάνοντας υπόψη ιδίως τη φύση των εξατομικευμένων διαπιστευτηρίων ασφαλείας και τις ειδικότερες περιστάσεις, υπό τις οποίες το μέσο πληρωμής απωλέσθη, εκλάπη ή υπεξαιρέθηκε.
Όπως εξηγούν στο newmoney αρμόδιες πηγές, τόσο οι τράπεζες, όσο και η Ελληνική Ένωση Τραπεζών (ΕΕΤ) και η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ), διαφωνούν κάθετα με τη συγκεκριμένη πρόβλεψη, έχοντας, μάλιστα, αποστείλει και σχετικές επιστολές προς το υπουργείο εντός της προθεσμίας της διαβούλευσης. «Οι σχετικές συζητήσεις βρίσκονται σε εξέλιξη», τονίζουν χαρακτηριστικά.
Μολονότι οι συμμετέχοντες στη διαβούλευση έθεσαν το ζήτημα της μείωσης από πλευράς των τραπεζών του ορίου των ηλεκτρονικών συναλλαγών στα 1.000 ευρώ, ώστε να προστατευθούν και να μην πληρώνουν το υπερβάλλον ποσό, με αποτέλεσμα να πλήττονται οι ηλεκτρονικές συναλλαγές, εντούτοις το υπουργείο διατείνεται πως σκοπός της επίμαχης ρύθμισης είναι η προστασία του καταναλωτή σε περίπτωση περιπτώσεων «phishing», δηλαδή πρακτικών εξαπάτησης (με πλαστές ιστοσελίδες, ηλεκτρονικά μηνύματα ή ειδοποιήσεις), με τις οποίες οι δράστες πληροφορούνται ή υφαρπάζουν τους μυστικούς κωδικούς («ΡΙΝ», «ΤΑΝ») των καταναλωτών για διαδικτυακές συναλλαγές και μεταφορές χρημάτων.
Πιο αναλυτικά, στην ανάλυση των συνεπειών της ρύθμισης τονίζεται πως «το πέμπτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 74 της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/2366 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 25ης Νοεμβρίου 2015 ‘σχετικά με υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά, την τροποποίηση των οδηγιών 2002/65/ΕΚ, 2009/110/ΕΚ και 2013/36/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και την κατάργηση της οδηγίας 2007/64/ΕΚ’ (L 337) επιτρέπει στα κράτη-μέλη να περιορίσουν το όριο της ευθύνης του πληρωτή σε περίπτωση που δεν υφίσταται δόλος/πρόθεση, καθιστώντας δυνατό τον νομοθετικό περιορισμό της ευθύνης του πληρωτή σε περίπτωση βαριάς αμέλειας, το οποίο, ωστόσο, δεν επιλέχθηκε στον ν. 4537/2018 (Α’ 84). Λαμβάνοντας υπόψη την εμπειρία άλλων κρατών που έχουν προβλέψει νομοθετικό ποσοτικό περιορισμό της ευθύνης του καταναλωτή σε περίπτωση βαριάς αμέλειας (Σουηδία, Δανία και Νορβηγία), αλλά και την ανάγκη προστασίας του καταναλωτικού κοινού, ενόψει της έκτασης του φαινομένου «phishing», κρίνεται απαραίτητη πλέον η εισαγωγή της προτεινόμενης διάταξης».