Την επιβεβαίωσή τους βρίσκουν οι θέσεις του Φορέα Διαχείρισης Λίμνης Παμβώτιδας και στην απάντηση του επιτρόπου κου Potočnik όσον αφορά τη κατάργηση και συγχώνευση των Φορέων Διαχείρισης Προστατευόμενων Περιοχών.
Σύμφωνα με την απάντηση του Επιτρόπου, είναι απολύτως εφικτή η οικονομική βιωσιμότητα των φορέων διαχείρισης με καλύτερη χρήση των διαθέσιμων διαρθρωτικών ταμείων της ΕΕ, κάτι για το οποίο “έχει προτρέψει επανειλημμένα τις ελληνικές αρχές”.
Πλήρη άγνοια και έντονη ανησυχία εκφράζει η Κομισιόν για τις προγραμματιζόμενες συγχωνεύσεις και καταργήσεις Φορέων Διαχείρισης που δρομολογεί η ελληνική κυβέρνηση. O Επίτροπος επιβεβαιώνει, επίσης, ότι είναι απολύτως εφικτή η οικονομική βιωσιμότητα των φορέων διαχείρισης και για την περίοδο 2014-2020.
Όπως αναφέρει ο κ. Potočnik, «η Επιτροπή έχει υποστηρίξει ασμένως τη δημιουργία και τη λειτουργία των ως άνω οργάνων, μεταξύ άλλων μέσω των διαρθρωτικών ταμείων, ως βασικό μέτρο για να εξασφαλισθεί στις προστατευόμενες περιοχές του Natura 2000 ολοκληρωμένο και αποτελεσματικό καθεστώς προστασίας και διαχείρισης». Παρόλα αυτά, “οι ελληνικές αρχές δεν έχουν ενημερώσει την Επιτροπή για σχέδιο ή απόφαση με στόχο τη συγχώνευση των διαχειριστικών φορέων”.
Υπενθυμίζεται ότι η λειτουργία των Φορέων χρηματοδοτείται μέχρι το 2015 από ευρωπαϊκούς πόρους (ΕΠΠΕΡΑΑ) και αυτό μπορεί να συνεχιστεί – όπως διαβεβαιώνει η Κομισιόν – και για το διάστημα 2014 -2020. Η Επιτροπή Φύση, οι περιβαλλοντικές οργανώσεις και υπηρεσιακοί παράγοντες έχουν κατ’ επανάληψη επιχειρηματολογήσει κατά της αλλαγής του καθεστώτος των Φορέων Διαχείρισης, τουλάχιστον μέχρι το 2015, οπότε λήγει η προγραμματική περίοδος εξασφαλισμένης χρηματοδότησης για αυτούς μέσω του ΕΠΠΕΡΑΑ, χωρίς μάλιστα να προηγηθεί ουσιαστική διαβούλευση.
Λαμβάνοντας υπόψη τις «εκφρασθείσες σοβαρές ανησυχίες», η Επιτροπή “θα θέσει το θέμα στις ελληνικές αρχές με σκοπό να εξασφαλιστεί ότι τυχόν αλλαγές δεν θα επηρεάσουν την ορθή χρήση των διατιθέμενων κονδυλίων της ΕΕ ούτε θα θέσουν σε κίνδυνο τις προσπάθειες διαφύλαξης των συγκεκριμένων περιοχών, ιδίως όσον αφορά τις απαιτήσεις που απορρέουν από τα άρθρα 4 και 6 της οδηγίας για τα οικολογικά ενδιαιτήματα σχετικά με το χαρακτηρισμό των Ειδικών Ζωνών Διατήρησης και την εφαρμογή των δεόντων μέτρων διατήρησης”.