Αναξιοποίητες παραμένουν οι τεράστιες δυνατότητες ανάπτυξης της ελληνικής μελισσοκομίας. Η Ελλάδα παρότι έχει ένα πραγματικό χρυσάφι δεν μπόρεσε μέχρι σήμερα να κάνει ούτε τα απλά.. Ενδεικτικό είναι ότι το πρώτο μελισσοκομικό πάρκο της χώρας ιδρύθηκε πριν από έναν μήνα στον Έβρο, ενώ δεν γίνεται ούτε λόγος για την υπόλοιπη χώρα.
Μαζί και την Ήπειρο… Ιδέες και προτάσεις για μελισσοκομικά πάρκα που υπήρχαν μέχρι και την ώρα που ξέσπασε η πανδημία είτε έμειναν στα χαρτιά, είτε έσβησαν πριν καλά καλά γεννηθούν.
Ουδέποτε άλλωστε κινήθηκε μία σοβαρή διαδικασία ίδρυσης και οργάνωσης μελισσοκομικού πάρκου από τους φορείς της αυτοδιοίκησης.
Κι όλα αυτά όταν η χλωρίδα εγγυάται την ποιότητα.
«Σε έρευνα του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης διαπιστώθηκε ότι το ελληνικό μέλι βελανιδιάς/ πεύκου/ καστανιάς περιέχει μεγαλύτερη συγκέντρωση θρεπτικών συσταστατικών από το περίφημο Manuka στη Νέα Ζηλανδία» αναφέρει στο newmoney ο Αναστάσιος Ποντίκης, πρόεδρος της Ομοσπονδίας Μελισσοκομικών Συλλόγων Ελλάδος και μέχρι πρόσφατα πρόεδρος του Μελισσοκομικού Συλλόγου Ιωαννίνων.
Στην Ελλάδα παράγονται, περίπου, 22.000 τόνοι μέλι ετησίως (στοιχεία FAO). Περίπου το 60-65% είναι πευκόμελο.
«Το πευκόμελο είναι ένα είδος μελιού που παράγεται μόνο στην Ελλάδα και στη Μικρά Ασία» τονίζει ο Α. Ποντίκης. «Είναι μοναδικό σε αρωματικά, γευστικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά και αυτό οφείλεται στον τρόπο παραγωγής του. Στην Ελλάδα, οι περίοδοι «νεκταρο- έκρυσης» περιορίζονται σε ένα μήνα ή και λιγότερο για κάθε περιοχή. Ο Έλληνας μελισσοκόμος αναγκάζεται να ακολουθεί την αλλαγή του κλίματος και μεταφέρει τα μελίσσια του από τόπο σε τόπο, ακολουθώντας τη νεκταρο- έκρυση, γεγονός που αυξάνει κατακόρυφα την ποιότητα του μελιού. Και αυτό γιατί σε μία περιοχή συνυπάρχουν, ταυτόχρονα, μαζί με τα δέντρα, και διαφορετικά βότανα από τα οποία οι μέλισσες συλλέγουν πολύ διαφορετικά λουλούδια. Οι μέλισσες παρασκευάζουν, ουσιαστικά, ένα φυσικό μείγμα από συστατικά διαφορετικών φυτών. Αυτό κάνει το ελληνικό μέλι μοναδικό και θα μπορούσε, με την κατάλληλη στήριξη, να κατακτήσει τις διεθνείς αγορές.»
Όπως, όμως, αναφέρει ο πρόεδρος της Ομοσπονδίας Μελισσοκομικών Συλλόγων αυτή η στήριξη δεν υπάρχει. Οι προωθητικές ενέργειες για την αύξηση των εξαγωγών είναι ελάχιστες και αποτελούν μεμονωμένες πρωτοβουλίες συγκεκριμένων φορέων, όπως για παράδειγμα της περιφέρειας Ηπείρου.
«Χρειαζόμαστε περισσότερες μελέτες που θα πιστοποιούν αυτό που εμείς στην Ελλάδα γνωρίζουμε, δηλαδή τις ευεργετικές ιδιότητες του ελληνικού μελιού. Με τέτοιες μελέτες μπορούμε να κοινοποιήσουμε στους καταναλωτές του εξωτερικού τα ποιοτικά χαρακτηριτικά που έχει το μέλι μας» σημειώνει ο Α. Ποντίκης.
Εκτός από το μέλι, οι Έλληνες παραγωγοί διαθέτουν μία σειρά προϊόντων μοναδικής ποιότητας, όπως ο βασιλικός πολτός, η πρόπολη, το κερί ακόμα και το δηλητήριο της μέλισσας.
Προς το παρόν, η Ελλάδα εξάγει μικρές ποσότητες μελιού, κυρίως στη Γερμανία, την Ιταλία και τη Γαλλία. Όμως υπάρχουν μεγάλες δυνατότητες εξαγωγών όχι μόνο στην Ευρώπη, αλλά και εκτός Ε.Ε. εκεί όπου οι τιμές κιλού είναι υπερδιπλάσιες. Είναι χαρακτηριστικό ότι, στην παρούσα φάση, οι ελληνικές εξαγωγές κατευθύνονται κυρίως στην Ιταλία, με τιμή κάτω από 3 ευρώ το κιλό, όπου μεταποιούνται και επαναπωλούνται στην ιταλική και διεθνή αγορά.