ΕΛΣΤΑΤ: Σε κίνδυνο φτώχειας το 21,4% του πληθυσμού

XRHMATA5

XRHMATA5Το 21,4% του συνολικού πληθυσμού της Ελλάδας απειλείται από τη φτώχεια σύμφωνα με τα αποτελέσματα της δειγματοληπτικής Έρευνας Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών έτους 2011.

Όπως αναφέρει σε ανακοίνωσή της η ΕΛΣΤΑΤ, το κατώφλι της φτώχειας ανέρχεται στο ποσό των 6.591,00 ευρώ ετησίως ανά άτομο και σε 13.842 ευρώ για νοικοκυριά με δύο ενήλικες και δύο εξαρτώμενα παιδιά ηλικίας κάτω των 14 ετών.

– Το μέσο ετήσιο ατομικό ισοδύναμο εισόδημα ανέρχεται σε 12.637,08 ευρώ και το μέσο ετήσιο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών της χώρας σε 21.590,07 ευρώ.

– Τα νοικοκυριά που βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας εκτιμώνται σε 901.194 και τα μέλη τους σε 2.341.400.

– Ο κίνδυνος φτώχειας για παιδιά ηλικίας 0-17 ετών (παιδική φτώχεια) ανέρχεται σε 23,7% και είναι υψηλότερος κατά 2,3 ποσοστιαίες μονάδες από το αντίστοιχο ποσοστό του συνολικού πληθυσμού.

– Ο κίνδυνος φτώχειας για άτομα ηλικίας άνω των 65 ετών υπολογίζεται σε ποσοστό 23,6% και είναι αυξημένος κατά 2,3 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2010.

– Ο πληθυσμός σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό1 ανέρχεται σε 3.403.000 άτομα.

– Ο πληθυσμός που διαβιεί σε νοικοκυριά που δεν εργάζεται κανένα μέλος ή εργάζεται λιγότερο από 3 μήνες συνολικά το έτος ανέρχεται σε 837.300 άτομα, ενώ στο προηγούμενο έτος (2010) ανερχόταν σε 544.800 άτομα.

Ο πληθυσμός που απειλείται από τη φτώχεια είναι κυρίως:

– Άνδρες άνεργοι (48,4%)

– Μονογονεϊκά νοικοκυριά με, τουλάχιστον, ένα εξαρτώμενο παιδί (43,2%)

– Λοιποί μη οικονομικά ενεργοί (εκτός συνταξιούχων (30,0%).

– Νοικοκυριά με έναν ενήλικα ηλικίας 65 ετών και άνω (29,7%)

– Μονοπρόσωπα νοικοκυριά με μέλος θήλυ (25,8%)

– Παιδιά ηλικίας 0-17 ετών (23,7%).

Αναλυτικά στοιχεία για τη μέση δαπάνη των νοικοκυριών

Στα 1.956,42 ανερχόταν το 2010 η μέση μηνιαία δαπάνη των νοικοκυριών και ήταν μειωμένη κατά 5,3% σε σύγκριση με το 2009, ενώ, λαμβανομένης υπόψη και της επίδρασης του πληθωρισμού, μειώθηκε σε πραγματικούς όρους κατά 9,3%.

Σύμφωνα, επίσης, με την έρευνα Οικογενειακών Προϋπολογισμών 2010, που δημοσιοποίησε η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛ.ΣΤΑΤ.), το σχετικά μεγαλύτερο μερίδιο των δαπανών του μέσου προϋπολογισμού των νοικοκυριών αφορά στα είδη διατροφής (18%) και ακολουθούν οι μεταφορές (13,5%) και η στέγαση (11,7%), ενώ οι υπηρεσίες της εκπαίδευσης αποτελούν το μικρότερο μερίδιο των δαπανών (3,3%).

Με τη μείωση της μηνιαίας δαπάνης, μεταβλήθηκε και το καταναλωτικό πρότυπο των νοικοκυριών. Έτσι:

• Για την περίοδο 2009-2010 παρατηρείται μεταβολή του καταναλωτικού προτύπου και, ειδικότερα, σημαντική μετατόπιση των δαπανών που αφορούν στην ένδυση – υπόδηση, ξενοδοχεία, καφενεία και εστιατόρια, επικοινωνίες, αναψυχή – πολιτισμό, προς τις δαπάνες που αφορούν στη διατροφή, τη στέγαση και τα οινοπνευματώδη ποτά. Ειδικότερα, καταγράφεται μεγαλύτερη μείωση δαπανών σε τρέχουσες τιμές, σε σχέση με την προηγούμενη έρευνα (2009), για ένδυση – υπόδηση (-3,5%), επικοινωνίες (-12,5%), αναψυχή και πολιτισμό (-8,6%), ξενοδοχεία, καφενεία και εστιατόρια (-8,1%), υγεία (-7,3%) και διαρκή αγαθά (-6%). Μικρότερες μειώσεις παρατηρούνται στις δαπάνες για λοιπά αγαθά και υπηρεσίες (-4,8%), εκπαίδευση (-3,9%), στέγαση (-1,4%) και διατροφή (-1,4%), ενώ οι δαπάνες για τα οινοπνευματώδη ποτά και καπνό παρέμειναν σχετικά σταθερές.

Τα νοικοκυριά που διαμένουν σε αγροτικές περιοχές δαπανούν 1.481,57 ευρώ μηνιαίως, ενώ αυτά που διαμένουν σε αστικές περιοχές 2.099,49. Δηλαδή, τα νοικοκυριά που διαμένουν σε αγροτικές περιοχές δαπανούν λιγότερο κατά 29,4% σε μέσο όρο, από τα νοικοκυριά που διαμένουν σε αστικές περιοχές. Στον αντίποδα, παρατηρείται σημαντική αύξηση του αριθμού των νοικοκυριών που διαθέτουν ηλεκτρονικό υπολογιστή στην κύρια κατοικία τους (+8,7%).

Επίσης, καταγράφεται:

• Αύξηση από 37% σε 38% των νοικοκυριών που διαθέτουν πλυντήριο πιάτων (+3,3%).

• Αύξηση του αριθμού νοικοκυριών που κατέχουν δευτερεύουσες ή εξοχικές κατοικίες (+2,5%).

• Αύξηση του αριθμού των νοικοκυριών που διαθέτουν, τουλάχιστον, ένα κινητό τηλέφωνο (+2,2%).

• Μείωση του αριθμού των νοικοκυριών που διαθέτουν κλειστούς χώρους στάθμευσης στην κατοικία (μείωση 4,9%).

• Μείωση του αριθμού των νοικοκυριών που κατέχουν τουλάχιστον ένα επιβατικό αυτοκίνητο ΙΧ, (μείωση 2%), και του αριθμού των αυτοκινήτων μείωση κατά 4,2%.

• Μείωση του αριθμού των νοικοκυριών που έχουν σταθερό τηλέφωνο (μείωση 2,5%). Ερευνώντας τις συνθήκες ανισότητας μεταξύ του πληθυσμού, προκύπτει ότι το μερίδιο της διάμεσης ισοδύναμης δαπάνης (αγορές) του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού είναι 5,5 φορές μεγαλύτερο από το μερίδιο της διάμεσης ισοδύναμης δαπάνης του φτωχότερου 20% του πληθυσμού. Παράλληλα, ο κίνδυνος φτώχειας απειλεί το 20% του πληθυσμού της χώρας, όταν στον υπολογισμό του δείκτη λαμβάνεται υπόψη μόνο η δαπάνη με τρόπο κτήσεως αγορά (19,6% το 2009), ενώ ο δείκτης μειώνεται στο 15,6% του πληθυσμού (15,3% το 2009), όταν λαμβάνονται υπόψη όλες οι καταναλωτικές δαπάνες, ανεξάρτητα από τον τρόπο κτήσεως (τεκμαρτό ενοίκιο από ιδιοκατοίκηση, ιδιοπαραγόμενα αγαθά, αγαθά και υπηρεσίες παρεχόμενες δωρεάν από τον εργοδότη, άλλα νοικοκυριά, μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς, κράτος κ.λπ.).

Επισημαίνεται, εξάλλου, ότι η μέση μηνιαία δαπάνη των φτωχών νοικοκυριών εκτιμάται στο 32,3% των δαπανών των μη φτωχών νοικοκυριών. Τα φτωχά νοικοκυριά δαπανούν το 33,1% του μέσου προϋπολογισμού τους σε είδη διατροφής, ενώ τα μη φτωχά το 17%. Λόγω της σύνθεσης των φτωχών νοικοκυριών (ηλικιωμένοι, ανασφάλιστοι κ.λπ.), η δαπάνη για υγεία ανέρχεται στο 8,7% του μέσου προϋπολογισμού τους, ενώ των μη φτωχών στο 6,4%.

Με βάση τα ισχύοντα στην Ευρώπη, παρατηρείται ότι οι δαπάνες για εκπαίδευση κυμαίνονται από 0,2% στη Νορβηγία και 0,8% στη Γερμανία και έως 4,4% και 3,3% του μέσου προϋπολογισμού των νοικοκυριών στη Βουλγαρία και στην Ελλάδα, αντίστοιχα. Ενώ, η Βουλγαρία και η Ελλάδα καταγράφουν τη μεγαλύτερη ιδιωτική δαπάνη για την υγεία, 6,6% και 6,4% του μέσου προϋπολογισμού των νοικοκυριών, αντίστοιχα.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ